-
1 κατα-πράσσω
κατα-πράσσω, att. - πράττω, ausführen, vollbringen, durchsetzen; κατέπραξας ἃ ἐβούλου Xen. An. 7, 7, 46, öfter; mit ὥςτε, οὐκ ἠδύναντο καταπρᾶξαι ὥςτε τοὺς φυγάδας μένειν Hell. 7, 4, 11; pass., τὰ καταπεπραγμένα Cyr. 7, 5, 35; verrichten, Plut. Pericl. 5. – Auch med., sich verschaffen, erwerben, πῶς μέγα ἡγοῦ τότε καταπράξασϑαι ἃ νῦν καταστρεψάμενος ἔχεις Xen. An. 7, 7, 27, ἰδίαν καταπραττόμενος ἀσφάλειαν D. Hal. 6, 68.
См. также в других словарях:
καταπεπραγμένα — καταπεπρᾱγμένα , καταπράσσω accomplish perf part mp neut nom/voc/acc pl καταπεπρᾱγμένᾱ , καταπράσσω accomplish perf part mp fem nom/voc/acc dual καταπεπρᾱγμένᾱ , καταπράσσω accomplish perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)